- θαλάσσι
- το [θάλασσα]η θάλασσα («κι αν είδες το θαλάσσι το πώς κτυπά καμιά φορά κάτω στο περιγιάλι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροθαλάσσι — και ακροθάλασσο, το η ακροθαλασσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θαλάσσι] … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θαλασσίγονος — θαλασσίγονος, ον (Α) φρ. «θαλασσιγόνου Παφίης» τής Αφροδίτης που γεννήθηκε απ τη θάλασσα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσι (< θάλασσα) + γονος (< γόνος), (πρβλ. πρό γονος, θεό γονος). Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… … Dictionary of Greek
ορεσσίγονος — ὀρεσσίγονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ὀρειγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος), πρβλ. θαλασσί γονος] … Dictionary of Greek
πυρίγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσί γονος, ορεσσί γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
τσαγαλί — το, Ν το χρώμα τού τσάγαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάγαλο + κατάλ. ί, δηλωτική χρωμάτων (πρβλ. βυσσιν ί, θαλασσί)] … Dictionary of Greek
ψαρής — ιά, ί, και ψαρύς, ιά, ύ, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός 2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος 3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής το γκρίζο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») +… … Dictionary of Greek
αζουλάμης — Ονομασία πουλιών της οικογένειας των πλατυρραμφιδών. Ζουν κυρίως στην αφρικανική ήπειρο και έχουν χρώμα θαλασσί με μεταλλικές ανταύγειες … Dictionary of Greek
αζουραία — Ονομασία φιδιών, απροσδιόριστης ταξινομικής κατηγορίας. Συναντάται στις χώρες της δυτικής Αφρικής (Σενεγάλη, Νιγηρία κ.ά.). Έχουν χαρακτηριστικό θαλασσί χρώμα … Dictionary of Greek